- βληχώμενοι
- βληχάομαιbleatpres part mp masc nom/voc plβληχάζωfut part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναβοώ — ἐπαναβοῶ άω, (Α) [βοώ] φωνάζω, ανακράζω («εἶα τέκεα θαμίν ἐπαναβοώντες βληχώμενοί τε», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek